- απόξυσμα
- το (Α ἀπόξεσμα) [αποξύω]το απόξεσμα*μσν.- νεοελλ.τα υπολείμματα της ζύμης στα τοιχώματα της σκάφης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπόξυσμα — that which is shaved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποξυσμάτων — ἀπόξυσμα that which is shaved neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποξύσματα — ἀπόξυσμα that which is shaved neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποξύσματος — ἀπόξυσμα that which is shaved neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκψηγμα — ἔκψηγμα, το (Α) απόξυσμα, σύντριμμα («τῆς γῆς τὰ ἐκψήγματα» όλοι οι πολύτιμοι λίθοι) … Dictionary of Greek